- ταρτάρων
- ταρταρόωcast into Tartarusimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ταρταρόωcast into Tartarusimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταρτάρων — Τάρταρος the nether world fem gen pl Τάρταρος the nether world neut gen pl Ταρταρόω cast into Tartarus imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) Ταρταρόω cast into Tartarus imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποφάγος — ο (ΑΜ ἱπποφάγος) αυτός που τρώει κρέας ίππου, αυτός που τρέφεται με αλογήσιο κρέας μσν. αρχ. στον πληθ. οἱ ἱπποφάγοι επίθ. τών Ταρτάρων, μιας σκυθικής φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φάγος < θ. φαγ (πρβλ. ἕ φαγ ον τού ἐσθίω*)] … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Μαντζουρία — (Manchuria / Dongbei). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (786.400 τ. χλμ., περ. 106.550.000 κάτ. το 2000) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της οποίας και αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα. Σήμερα, είναι επίσης γνωστή με την ονομασία Ντονγκμπέι,… … Dictionary of Greek
Μπουτζάτι, Ντίνο — (Μπελούνο 1906 – 1972). Ιταλός νομικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος στο Μιλάνο, όπου νωρίς είχε εγκατασταθεί. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε, κυρίως, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά και… … Dictionary of Greek